- μοσκοκάρυδο
- τοβλ. μοσχοκάρυδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσκοκάρυδο — το το σπέρμα του δέντρου Mυριστική η ευώδης, είδος μπαχαρικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek